ερτζιανός, -ή

ερτζιανός, -ή
και ερτσιανός, -ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία του Γερμανού φυσικού Χερτς.
2. ηλεκτρομαγνητικός: Ερτζιανά κύματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ερτσιανός — ή, ό και ερτζιανός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις θεωρίες τού Γερμανού φυσικού Χερτς 2. φρ. «ερτσιανά κύματα» τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. hertzian < Hertz] …   Dictionary of Greek

  • συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”